- βρούβα
- η (чаще πλ. ) дикорастущие съедобные травы;§ δεν τρώω βρούβες меня на мякине не проведёшь; я не дурак
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρούβα — Μονοετής πόα της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία βουνιάς η ερουκώδης. Αναπτύσσει πολύκλαδο στέλεχος ύψους 30 60 εκ., με φύλλα επιφυή, προμήκη, ακέραια ή οδοντωτά, ενώ τα κατώτερα φύλλα είναι πτεροσχιδή, κατά… … Dictionary of Greek
βρούβα — η 1. όνομα που δίνουμε σε διάφορα φαγώσιμα αγριόχορτα. 2. φρ., «Δεν τρώω βρούβες», δεν είμαι αφελής, δεν ξεγελιέμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορίχι — το, Ν κοινή ονομασία τού φυτού τών παραμεσόγειων χωρών ιρσφελδία η κοινή, αλλ. μαύρη βρούβα … Dictionary of Greek
ράφυς — και ῥάπυς, υος, ἡ, Α η βρούβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. ῥάφανος, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. ῥαφ (για τον τ. ῥάπυς, βλ. λ. ράφανος) με διαφορετικό επίθημα υς (πρβλ. κάχρ υς, σίκυς) και δηλώνει άλλο είδος φυτού (βλ. και λ. ράφανος)] … Dictionary of Greek
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
σκιλλόβρουβα — και, δ. γρφ., σκυλόβρουβα, η, Ν κοινή ονομασία είδους τού φυτού σισύμβριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίλλα / σκύλος + βρούβα] … Dictionary of Greek